Monday, July 10, 2006


Από το βιβλίο: Μανώλης Βασιλάκης, Η Μάστιγα του Θεού, εκδόσεις ΓΝΩΣΕΙΣ, σελίδες 666.

Πρόλογος του συγγραφέα

«Ελλάδα σημαίνει Ορθοδοξία». Αυτό το ιδεολόγημα το ακούμε επί μία ολόκληρη (δεύτερη) επταετία από τα χείλη του υπηρέτη της πρώτης Χριστόδουλου. Ή με δικά του λόγια διατυπωμένο, «για να είσαι Έλληνας προϋπόθεση είναι να είσαι χριστιανός ορθόδοξος». Στα αντίστοιχα κεφάλαια θα έχομε την ευκαιρία να σχολιάσομε όλα τα ιδεολογήματα του Αρχιεπισκόπου και των ομοϊδεατών του. Εδώ σημειώνομε μόνον ότι ο «ελληνοχριστιανισμός» μετά το 1974 μεταμφιέστηκε σε «ελληνορθοδοξία» και το 1998 απέκτησε ενιαία εκπροσώπηση και δυναμική πολιτική ηγεσία: τον Χριστόδουλο, που οχυρωμένος πίσω από την «επικρατούσα θρησκεία» εγείρει συνεχώς απαιτήσεις έναντι της πολιτείας, εν ονόματι πάντα της «Κιβωτού του έθνους».
Επέλεξα, αντί άλλου προλόγου, να παραθέσω τις απόψεις του Ελευθερίου Βενιζέλου για τα μείζονα θέματα που θέτουν όλα αυτά τα χρόνια ο Χριστόδουλος, η διοικούσα ιεραρχία, οι οπαδοί και οι ομοϊδεάτες τους. Πηγή είναι τα Εστενογραφημένα Πρακτικά της Β΄ Συντακτικής των Κρητών Συνελεύσεως[1], Συνεδριάσεις Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 1906 και ιδιαίτερα εκείνη της 28ης Οκτωβρίου. Ο πληρεξούσιος Σφακίων Ι. Λεκανίδης είχε προτείνει στο πρώτο άρθρο του Συντάγματος να τεθεί ότι «επίσημος θρησκεία» είναι η Ανατολική Ορθόδοξη, εκτοξεύοντας την κατηγορία ότι το σχέδιο διαπνέεται από υλισμό και θρησκευτική αδιαφορία ή και εχθρότητα προς την Εκκλησία. Η πρότασή του υποστηρίχθηκε με ενθουσιασμό από πολλούς πληρεξουσίους[2], με κυρίαρχο επιχείρημα την ευγνωμοσύνη προς την «Κιβωτό».
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με αλλεπάλληλες παρεμβάσεις του τόνισε:
«
Ότε ο κ. Λεκανίδης εζήτησε τον λόγον επί του πρώτου άρθρου του Συντάγματος εγνώριζον πού θα έφερε τον λόγον… κατεπλάγην δε, καθόσον προυχώρει ο λόγος του κ. πληρεξουσίου Σφακίων, διότι ο λόγος αυτού ήτο τοιούτος, ώστε να ταράξη την θρησκευτικήν συνείδησιν των πολιτών, η οποία γνωρίζετε πόσον είναι εύθικτος… Οφείλω δε να διακηρύξω ότι τίποτε άλλο δεν με διαθέτει δυσμενέστερον από την προσπάθειαν προς κολακείαν ή θωπείαν ή εκμετάλλευσιν των λαϊκών προλήψεων και των πόθων ακόμη, αν θέλητε.
» Είναι τόσον εύκολον το πράγμα, κύριοι πληρεξούσιοι, είναι τόσον γνωστή η συνταγή διά της οποίας δύναταί τις να προκαλέση τα χειροκροτήματα! Δεν έχει παρά να βάλη εις το ιγδίον [: γουδί] ολίγα κόκκαλα και ολίγον αίμα και να τα τρίψη, αν δε προσθέση εις ταύτα και ολίγον καπνόν από την Αγχίαλον[3], αν προσθέση μερικάς ίνας από το σχοινίον, με το οποίον εκρεμάσθη ο Πατριάρχης, βεβαίως δεν ημπορεί παρά να επιτύχη το αποτέλεσμα του να καλυφθή ο λόγος του διά χειροκροτημάτων… Μας είπον, κύριοι πληρεξούσιοι, ότι το Σύνταγμα το διαπνέει πνεύμα υλισμού. Η κατηγορία θα ήτο δικαιοτέρα αν ο αξιότιμος βουλευτής Σφακίων έλεγεν ότι το Σύνταγμα δεν μεριμνά περί ουδενός άλλου παρά μόνον περί των εγκοσμίων, διότι πραγματικώς μόνον περί των εγκοσμίων εμεριμνήσαμεν, ενομίζομεν δε ότι μόνον περί των εγκοσμίων εκαλούμεθα να μεριμνήσωμεν· ενομίσαμεν, κύριοι πληρεξούσιοι, ότι η εντολή, την οποίαν μας εδώκατε, ήτο να παρουσιάσωμεν σχέδιον πολιτικού Συντάγματος… []
» Ο κ. πληρεξούσιος Σφακίων ενόμισεν ότι θριαμβευτικώς θα επεξέλθη καθ’ ημών, ερωτών ημάς: Θέλετε λοιπόν να είσθε φιλελευθερώτεροι από τους Άγγλους, από τους Σουηδούς, τους Γερμανούς; Ναι, λέγομεν, και όχι μόνον θέλομεν, αλλ’ είμεθα τω όντι φιλελευθερώτεροι, και το πνεύμα της ελευθερίας είναι κατ’ εξοχήν γνώρισμα του πνεύματος του Ελληνισμού. Αν ελαττώμεθα κατά τον πολιτισμόν, τας τέχνας, την βιομηχανίαν, τα γράμματα, αλλά το πνεύμα της ελευθερίας είναι αρετή κατ’ εξοχήν ελληνική».
Στην ερώτηση πληρεξουσίου: «Και τι ζημιοί η λέξις επικρατούσα θρησκεία;», ο Βενιζέλος απήντησε: «Και τι προσθέτει;», ενώ στην ανταπάντηση: «Δεν βλάπτει τίποτε. Και διά λόγους ευγνωμοσύνης να την θέσωμεν», ο Βενιζέλος ήταν σαρκαστικός: «Διά λόγους ευγνωμοσύνης; Δεν κάμνομεν εν ψήφισμα ευγνωμοσύνης και ευχαριστιών προς την Κιβωτόν, η οποία διέσωσε τον εθνισμόν ημών; Εάν θέλετε δι’ αυτόν τον λόγον, είναι ευκολώτατον». Και αναρωτήθηκε: «Θέλω λοιπόν να μάθω τι είναι αυτή η επικράτησις, κύριοι πληρεξούσιοι; Τι θέλει να είπη ότι εν Κρήτη επικρατούσα Εκκλησία είναι η Ορθόδοξος Ανατολική;». Στην απάντηση του προέδρου ότι εννοείται «κατά τον αριθμόν επικρατούσα», ο Βενιζέλος απήντησε: «Α! Φυσικά! Εάν λοιπόν η σημασία του πράγματος ήνε αυτή –και δεν είναι καμμία άλλη παρ’ αυτή, την οποίαν εβεβαίωσεν ο κ. Πρόεδρος– έχει την θέσιν της, σας παρακαλώ, η αναγραφή εν τω Συντάγματι στατιστικών πληροφοριών; Και αν νομίζητε ότι εκ τούτου δύναται να επέλθη αίγλη εις την Εκκλησίαν, δεν είναι καλλίτερον να αναγράψωμεν τον αριθμόν των πιστευόντων αυτήν μελών, διά να αποδείξωμεν ότι ουχί απλώς επικρατούσα είναι –και κατά μικρόν τινα αριθμόν μάλιστα– αλλ’ ότι εκ των 330 χιλιάδων κατοίκων της Κρήτης οι 300.000 πιστεύουσιν εις την [ορθόδοξον] θρησκείαν;». Παρενέβη άλλος πληρεξούσιος υποστηρίζοντας ότι «Ημείς από σεβασμόν μόνον το ζητούμεν», για να σαρκάσει εκ νέου ο Ελ. Βενιζέλος: «…Εγώ προτείνω, κύριε Καλοειδά, εάν θέλητε, διακόπτοντες την συνεδρίασιν να μεταβώμεν όλοι οι Χριστιανοί εις τον καθεδρικόν ναόν να κάμωμεν μίαν δοξολογίαν, και να προσκυνήσωμεν την Αγίαν του Χριστού Εκκλησίαν, η οποία έσωσε τον Ελληνισμόν εν ημέραις πονηραίς!... Ηξεύρω και εγώ να είπω από τοιαύτα! (Γέλωτες)». Ο Ελ. Βενιζέλος στη συνέχεια επανέλαβε αρκετές φορές ότι η επιτροπή δέχεται επικρίσεις διότι «δεν ανεγράψαμεν αυτήν την στατιστικήν πληροφορίαν εις το Σύνταγμα», επιμένοντας να χαρακτηρίζει ως «στατιστική πληροφορία» την αναγραφή της θρησκείας. (Άλλωστε και το Σύνταγμα του 1899, του οποίου ήταν βασικός εισηγητής, δεν περιείχε διάταξη περί επικρατούσης θρησκείας, ενώ το άρθρο 10 εγγυόταν ότι «έκαστος είναι ελεύθερος να πρεσβεύη οιονδήποτε θρήσκευμα προτιμά»). Το μαστίγωμα από τον Βενιζέλο συνεχίσθηκε με την επανάληψη της θέσης του για ελευθεροθρησκεία: «Φοβούμαι, κύριοι πληρεξούσιοι, μήπως εγγίσητε ουχί απλώς εν τω [συνταγματικώ] χάρτη, αλλ’ εν ταις συνειδήσεσιν την ανεξιθρησκείαν και την ελευθεροθρησκείαν, ίνα είπω ακριβέστερον», χαρακτηρίζοντας την ελευθεροθρησκεία ως «στοιχειώδη διάταξιν της ελευθερίας της συνειδήσεως», για να ρωτήσει τους πληρεξουσίους: «διατί δεν αρκείσθε εις την τελείαν αναγραφήν του δικαιώματος της ελευθεροθρησκείας, αλλά θέλητε να παρεμβάλητε έκφρασιν [σ.σ.: επίσημος ή επικρατούσα θρησκεία] δυναμένην να παρεξηγηθή;». Στις καυχησιολογίες τού εκ Σφακίων εισηγητού της εν λόγω προτάσεως, ότι «Φιλελεύθεροι είναι όσοι ανήκουσιν εις το Ανατολικόν Ορθόδοξον δόγμα. Μόνον αυτοί είναι φιλελεύθεροι», ο Βενιζέλος απάντησε:
«Ο κ. Λεκανίδης κηρύττει ότι είναι φιλελεύθερος, διότι είναι ορθόδοξος· εγώ έχω καθήκον να διακηρύξω ότι είμαι φιλελεύθερος διότι είμαι Έλλην. H ελευθεροθρησκεία είναι αρετή ιδιάζουσα κατ’ εξοχήν εις το Ελληνικόν Έθνος. Δεν αρνούμαι ότι η ελευθεροθρησκεία ανταποκρίνεται καθολοκληρίαν και προς το καλώς εννοούμενον θρησκευτικόν πνεύμα, αφού η αρίστη ίσως των παραβολών του Ευαγγελίου είναι η παραβολή του Σαμαρίτου. [] αλλ’ έχω να διαμαρτυρηθώ κατά… της αντιλήψεως ότι ο Ελληνισμός ταυτίζεται προς την έννοιαν της Ορθοδοξίας· ο Ελληνισμός προϋπήρξεν αιώνας όλους πριν ή εμφανισθή ο Χριστός κομίζων το Ευαγγέλιον της σωτηρίας. Η έννοια λοιπόν του Ελληνισμού δεν δύναταί ποτε να ταυτισθή με την έννοιαν της Ορθοδοξίας». Υπενθυμίζοντας δε την ρήση του πληρεξουσίου Σφακίων, ότι «ο Ελληνισμός δεν δύναται να νοηθή άνευ Ορθοδοξίας», ο Βενιζέλος συνέχισε το μαστίγωμα αυτών των απόψεων: «Κατά της αντιλήψεως αυτής διαμαρτύρομαι. Είπον ότι ο Ελληνισμός υπήρξεν αιώνας όλους προ του Xριστιανισμού και προσθέτω ακόμη ότι η λαμπρότερα περίοδος του ελληνικού πολιτισμού είναι ατυχώς η αρχαιοτέρα. Ο Eλληνισμός, ο καταυγάζων δι’ ανεσπέρου φωτός και ημάς τους νάνους απογόνους, δεν είναι ο πρόσφατος, δεν είναι ο Xριστιανικός Eλληνισμός, αλλ’ είναι ο Eλληνισμός των εθνικών χρόνων. [] Λοιπόν, η έννοια του Ελληνισμού δεν δύναται ποτέ να ταυτισθή προς την έννοια της Ορθοδοξίας, και θα προσθέσω μάλιστα ότι [] αν γίνη παραδεκτή η θεωρία αυτή («εφ’ όσον δεν είναι ορθόδοξος ένας άνθρωπος, δεν είναι δυνατόν να είναι Έλλην»), τότε βεβαίως όσοι ευρίσκονται εις την Eλλάδα, εάν πιστεύουν άλλην θρησκείαν, τότε αυτοί δεν είναι Έλληνες. []
» Δεν δύναμαι λοιπόν να εννοήσω πώς άνδρες κατ’ εξοχήν φιλελεύθεροι, είναι δυνατόν να πιστεύουν τας δύο αυτάς εννοίας και να σας λέγουν ότι η έννοια του Eλληνισμού ταυτίζεται προς την έννοιαν της Ορθοδοξίας, ενώ δεν υπάρχουν ίσως δυστυχώς δύο τόσον αντίθετοι προς αλλήλας όσον είναι σήμερον η έννοια του Eλληνισμού προς το επικρατούν μέρος της Ορθοδοξίας. []
» Πώς δύνασθε να παραγνωρίζητε το γεγονός αυτό, και να έρχησθε εδώ, επαναλαμβάνω, ταράττοντες την θρησκευτικήν συνείδησιν των πολλών, να ισχυρίζεσθε ότι η έννοια του Ελληνισμού ταυτίζεται προς την έννοιαν της Ορθοδοξίας; Αλλά πώς, κύριοι πληρεξούσιοι, παραγνωρίζομεν ότι η ανακήρυξις τοιούτων δογμάτων περιορίζει το μέγα όνειρον του Ελληνισμού, πώς δεν αναγνωρίζομεν ότι το εθνικόν μέλλον το συντρίβομεν, καθ’ ην στιγμήν ερχόμεθα να ανακηρύξωμεν ότι εις τους κόλπους του Ελληνισμού δεν δύνανται να χωρήσουν παρά οι πρεσβεύοντες το Ορθόδοξον Ανατολικόν δόγμα; Ποίος δεν γνωρίζει ότι, αν ταχέως ή βραδέως πρόκειται να πληρωθώσι τα εθνικά μας όνειρα, εις την Ελλάδα του μέλλοντος πρόκειται να περιλαμβάνωνται αλλόθρησκοι και αλλόδοξοι πληθυσμοί; Πώς δεν εννοείτε ότι κεφαλαιώδες συμφέρον του Ελληνισμού είναι να διακηρύξη ότι η έννοια αυτού είναι τόσον ευρεία και τόσον άσχετος προς τα θρησκευτικά δόγματα, ώστε εις την έννοιαν αυτήν δύναται να χωρήσωσι όχι μόνον οι πρεσβεύοντες τα του Χριστού δόγματα, αλλά και οι πρεσβεύοντες τα δόγματα πάσης άλλης γνωστής ή αγνώστου θρησκείας
;».
Και ένα μήνα αργότερα υπογράμμισε: «Αφ’ ετέρου, κύριοι, είμαι βέβαιος ότι η ανάπτυξις του πολιτισμού, η επερχομένη οσημέραι συνείδησις όλων των πολιτισμένων λαών, ότι τα πράγματα του κόσμου αυτού πρέπει να ρυθμίζωνται ασχέτως όλως διόλου προς τας πεποιθήσεις τας θρησκευτικάς, τας οποίας έχει έκαστος εκ των πολιτών, και η καθ’ ημέραν μείζων σπουδαιότης των κοινωνικών ζητημάτων, η οποία καταλαμβάνει ολόκληρον τον πεπολιτισμένον κόσμον, θα φέρη ταχέως μετά δεκαετηρίδας τινάς, έστω εν ανάγκη και μετά εκατονταετηρίδα, εις το σημείον, ώστε και παρ’ ημίν να νοηθή, ότι ο εθνισμός δεν δύναται να συγχισθή παντάπασι προς την θρησκείαν» (25.11.1906).
Πρέπει να επισημάνομε ότι ο δεινός χειριστής της ελληνικής γλώσσας εσκεμμένα χρησιμοποίησε τον νεολογισμό ελευθεροθρησκεία (όπως άλλωστε διευκρίνισε: «ίνα είπω ακριβέστερον»), διότι ο όρος υποδηλώνει απόλυτη ελευθερία, αντί του όρου ανεξιθρησκεία (τον οποίο είχε εισαγάγει στη γλώσσα μας ο Ευγένιος Βούλγαρης[4] το 1768), που σημαίνει ανοχή αλλοτρίων θρησκειών. Όχι λοιπόν θρησκευτική ελευθερία στη βάση της ανοχής ή κατά παραχώρησιν, αλλά ελευθερία ως ανθρώπινο δικαίωμα. Δικαίωμα όχι μόνο για τους πιστούς γνωστών θρησκειών, αλλά και αγνώστου θρησκείας. Μεταξύ λοιπόν της ελευθεροθρησκείας του Ελευθερίου Βενιζέλου και της ανεξιθρησκείας του Ευγενίου Βούλγαρη ορθότερος θα ήταν ο νεολογισμός του Βενιζέλου. Όσον αφορά δε την επίδειξη των θρησκευτικών πεποιθήσεων ενός εκάστου, ετόνισε: «Αναξιοπρεπές θα ήτο να υποχρεωθώ να διακηρύξω τας ιδικάς μου θρησκευτικάς πεποιθήσεις». Είχε λοιπόν ένα λόγο παραπάνω ο αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος να υψώσει δέκα χρόνια μετά, στις 12/25.12.1916, την εκκλησιαστική ρομφαία: «κατά Ελευθερίου Βενιζέλου ανάθεμα έστω». Ο οξυδερκής πολιτικός προσδιόρισε ότι «έστω εν ανάγκη και μετά εκατονταετηρίδα» τα πράγματα του κόσμου αυτού πρέπει να ρυθμίζονται ασχέτως προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Εκατό χρόνια μετά, η ηγεσία του Χριστόδουλου θα υπογράμμιζε, με τις προκλήσεις και τα κατορθώματά της, την ανάγκη να τεθούν αυτές οι θεοκρατικές αντιλήψεις στο περιθώριο όπου ανήκουν, να περιορισθεί η «επικρατούσα εκκλησία» στον ρόλο της, να παύσει το ελληνικό κράτος να θρησκεύεται και αναξιοπρεπώς να το διακηρύσσει, και τούτο να θεσμοθετηθεί στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση, αφού κάποιος άλλος που κυκλοφορεί με το επώνυμο Βενιζέλος υπονόμευσε την προηγούμενη. «Επικρατούσα» αντίληψη να είναι μόνον τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι ελευθερίες.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, τεύχος τέταρτον, Εν Χανίοις 1906, Ιστορικό Αρχείο Κρήτης. Τέσσερα αποσπάσματα αυτών των αγορεύσεων βρίσκονται και στο Σ. Ι. Στεφάνου, Πολιτικαί Υποθήκαι Ελευθερίου Βενιζέλου, τόμ. Α΄, 1965 (σελ. 177 και 288-289), τόμ. Β΄ 1969 (σελ. 114 και 282-283).
2. Οι πιο φανατικοί διατείνονταν ότι «η εκκλησία η ορθόδοξος… αποτελεί περίλαμπρον ήλιον, απέναντι του οποίου όλοι οι άλλοι αστέρες όλων των άλλων θρησκειών εκμηδενίζονται και η λάμψις αυτών καθ’ ολοκληρίαν εκλείπει» (Ι. Βουκυκλάκης), ενώ άλλοι βελτίωναν την πρόταση περί «επισήμου θρησκείας» προσθέτοντας ολίγα τινά περί ανεξιθρησκίας: «Πάσα άλλη θρησκεία ανεγνωρισμένη είναι ανεκτή» (Εμμ. Θεοδωρίδης)… Άλλοι, αντί της «επισήμου θρησκείας» υποστήριζαν τον όρο «επικρατούσα θρησκεία» (Μ. Δημητρακάκης), κρούοντας τον κίνδυνο ότι «η ελευθερία θα καταστή μάστιξ, η ελευθερία θα ομοιάση προς γυναίκα ακόλαστον, η οποία θέλει αφεθή εις την διάκρισιν των πάντων».
3. Eκείνη την εποχή είχαν γίνει εμπρησμοί και σφαγές Ελλήνων στην Αγχίαλο από τους ομόδοξους Βούλγαρους, που ανάγκασαν τους κατοίκους της να εκπατρισθούν.
4. Ευγένιος Βούλγαρης, Περί των διχονοιών των εν ταις Εκκλησίαις της Πολωνίας δοκίμιον ιστορικόν και κριτικόν [] και σχεδίασμα περί της Ανεξιθρησκείας, Λιψία 1768.


Τι είναι το βιβλίο «Η Μάστιγα του Θεού»:

666 ΣΕΛΙΔΕΣ με τον λόγο και τα έργα του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, του πολίτη με αριθμό ταυτότητας 666 974 (βλ. σελίδα 666). Το βιβλίο παρουσιάζει τις ιδεοληψίες και τα κατορθώματα μιας δεύτερης επταετίας αφού ευλαβώς υπηρέτησε την πρώτη. Αναλύει το ιδεολόγημα της Ελληνορθοδοξίας, ημίονο που ίππευσε ο «Εθναπόστολος» προκειμένου να εισπηδήσει στην πολιτική, η οποία δεν είναι παρά μεταμφίεση του κακοφυούς και κακόφημου Ελληνοχριστιανισμού μετά την πτώση του καθεστώτος της «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών» το 1974. Ανατέμνει τα ιδεολογήματα που συγκροτούν τη μυθολογία της «Ελλάδας Ελλήνων Ορθοδόξων» και την καταγωγή τους. Χαρτογραφεί τις αναχρονιστικές δυνάμεις, όλου του φάσματος, οι οποίες σε πολιτικό αλλά και θεωρητικό επίπεδο συνήργησαν και συνεργούν στην κραταίωση, τη διάχυση και τις μεταστάσεις του φαινομένου, κορυφαία έκφραση του οποίου είναι ο αρχιεπισκοπικός πολιτικός λόγος και οι εξουσιαστικές και εθναρχικές αξιώσεις του. Παρακολουθεί σχολαστικά τον δάνειο θεωρητικό λόγο του (αναμηρυκαστική μωροθεολογία), την εθνολαϊκιστική δημαγωγία και τις πολιτικές παρεμβάσεις του. Παρουσιάζει όλη την πορεία του και ειδικότερα το χουντικό παρελθόν του με ανέκδοτες φωτογραφίες και ντοκουμέντα, όπου η «έκπληξη» είναι ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος. Αποκαλύπτει το σατανικό «Σχέδιο Μυρμηκολέων», αλλά και το «Σχέδιο Χαμαιλέων» που συνήθως εφαρμόζει ο Χριστόδουλος. Μετά πάσης λεπτομερείας παρουσιάζει τη Μαύρη Ελλάδα, όπως εκφράστηκε με την Απάτη των Ταυτοτήτων. Και ολοκληρώνεται με την εκτενή παρουσίαση του «κύριου είδους προς εξαγωγή που διαθέτει η χώρα μας», το οποίο «δεν είναι άλλο από την Ελληνορθοδοξία», σύμφωνα με τη ρήση του Χριστόδουλου. Δηλαδή με την αναλυτική παρουσίαση των σκανδάλων του 2005. Μια συναρπαστική περιήγηση στoν θαυμαστό κόσμο της Ελληνορθοδοξίας και την «εθναποστολή» που έχει καταντήσει μάστιγα για τη χώρα μας.