Μια «οικογενειακή φωτογραφία»
Σε πρώτο πλάνο, από αριστερά:
Ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος, ο χουντικός αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και επί της υποδοχής ο Άνθιμος, ο νυν Παναγριώτατος Θεσσαλονίκης.Πίσω τους: ο «μελετηρός» Χριστόδουλος και ο Στυλ. Παττακός.
[Η φωτογραφία από το βιβλίο Μανώλης Βασιλάκης, Η Μάστιγα του Θεού, σελίδα 68].
Στη χουντοτελετή διακρίνονται από αριστερά:
Γ. Παπαδόπουλος, Ιερώνυμος, Παττακός, Άνθιμος (σε πρώτο πλάνο με το δίσκο στο χέρι), Χριστόδουλος.
[Η φωτογραφία από το εξώφυλλο του βιβλίου Μ. Βασιλάκης, Η Μάστιγα του Θεού].
– τον ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ 2001 ο Χριστόδουλος εδήλωνε ότι γνώριζε για τις «απάνθρωπες μεταχειρίσεις ανθρώπων» από τη χούντα, και πως «έβλεπα ότι η Εκκλησία στο σύνολό της θα έπρεπε να αντιδράσει γι’ αυτά τα πράγματα που συνέβαιναν στον τόπο μας»,
– τον ΜΑΡΤΙΟ 2001 εδήλωνε ότι «δεν ήξερα πως γίνονταν βασανιστήρια», «δεν είχα ακούσει τέτοια πράγματα, [] εκ των υστέρων τα έμαθα» γιατί τότε «σπούδαζε», και
– τον ΜΑΪΟ 2001 έστειλε επιστολή στον Στ. Παττακό εκθειάζοντας το «ανυπόκριτο πατριωτικό φρόνημά» του, τονίζοντας ότι «υπήρξατε εκφραστής ξεχωριστών προσόντων και αρετών και γράψατε ιστορία».
«Το “χάραγμα” θα είναι κάτι στο χέρι ή στο μέτωπο των ανθρώπων και κυρίως θα είναι ο αριθμός του “θηρίου”, ο αριθμός του Αντιχρίστου, το 666 (Αποκ. Κεφ. 130, στ. 18). Επίσης ο Αντίχριστος θα έχει παγκόσμια κυριαρχία».
Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, στο βιβλίο του με τίτλο «Η Δευτέρα Παρουσία», εκδόσεις Χρυσοπηγή, Αθήνα 2004, σελίδα 55.
«Με την ίδια λογική την Εκκλησία άμεσα ενδιαφέρει στις νέες ταυτότητες εκτός από το θρήσκευμα και το ηλεκτρονικό φακέλωμα, και ο αριθμός 666, και ο ενιαίος κωδικός αριθμός».
Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, «Λαοσύναξη» Θεσσαλονίκης, 14 Ιουνίου 2000.
Δεκάδες φορές ο Χριστόδουλος έχει ξιφουλκήσει γραπτώς ή προφορικώς εναντίον του «σατανικού» αριθμού 666, έχει μάλιστα γράψει και ολόκληρη πραγματεία με τίτλο «Πόλεμος κατά του Σατανά», εκδόσεις Χρυσοπηγή.
Σύμφωνα όμως με το ιδιοχείρως από τον Αρχιεπίσκοπο συμπληρωμένο και υπογεγραμμένο έντυπο της «Ιεράς» Συνόδου, ο αριθμός της αστυνομικής ταυτότητας του Χριστόδουλου Παρασκευαΐδη του Κωνσταντίνου είναι Η 666944/64. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι από το 1964, δηλαδή επί σαράντα δύο (42) χρόνια, η αστυνομική ταυτότητά του φέρει το «χάραγμα του Αντιχρίστου», τον αριθμό 666, και δεν ενδιαφέρθηκε να τον αλλάξει. Και εάν τώρα επιχειρήσει να την αντικαταστήσει ώστε να αλλάξει ο αριθμός της, θα είναι ο μοναδικός κληρικός του οποίου η ταυτότητα δεν θα αναγράφει το θρήσκευμα.
(Το εν λόγω δελτίο του Χριστόδουλου, δημοσιεύεται στη σελίδα 666 του βιβλίου Μ. Βασιλάκης, Η Μάστιγα του Θεού).
Friday, August 25, 2006
Τύφλωσον, Κύριε, τον λαόν σου
Μια καταλυτική περιήγηση
στο λαβύρινθο της Ελληνορθοδοξίας
Ο Αρχιεπίσκοπος αποτελεί το προφανέστερο «κουσούρι» του πολιτικού μας συστήματος και αντιπροσωπεύει τη συλλογική μας ντροπή
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ελευθεροτυπίας - 25/08/2006
[*] Ο κ. Γιάννης Γιανουλόπουλος είναι ιστορικός, καθηγητής της Νεώτερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πάντειο. Γνωστός εκτός των άλλων και για το σημαντικό έργο του «Η ΕΥΓΕΝΗΣ ΜΑΣ ΤΥΦΛΩΣΙΣ. Εξωτερική πολιτική και “εθνικά θέματα” από την ήττα του 1897 έως την Μικρασιατική Καταστροφή», εκδόσεις Βιβλιόραμα.
Χριστόδουλου
στο λαβύρινθο της Ελληνορθοδοξίας
Ο Αρχιεπίσκοπος αποτελεί το προφανέστερο «κουσούρι» του πολιτικού μας συστήματος και αντιπροσωπεύει τη συλλογική μας ντροπή
κριτική
από τον καθηγητή
ΓΙΑΝΝΗ
ΓΙΑΝΟΥΛΟΠΟΥΛΟ*
Αναρωτιόμουν συχνά και απορούσα ειλικρινά βλέποντας σε επίκαιρα του μεσοπολέμου τον Μουσολίνι να αγορεύει από κάποιο μπαλκόνι της Ρώμης –για τις ανάγκες της τηλεοπτικής σειράς «Πανόραμα του Αιώνα» όλα αυτά, πολλά χρόνια πριν– πώς ήταν δυνατόν να μην είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια οι Ιταλοί με αυτόν τον απίστευτο Kαραγκιόζη και τις εντελώς φτηνές, teatrale, πόζες του. Πώς ήταν δυνατόν να τον ανέχτηκαν. Δεν «επιχειρηματολογούσα» εναντίον του, δεν προσπαθούσα εκείνη τη στιγμή να πείσω κάποιον άλλον. Μόνος μου ήμουν και πραγματικά απορούσα.
Κατά τον ίδιο τρόπο, φαντάζομαι, σε κάποιο μελλοντικό χρονικό σημείο, όχι πολύ μακρινό θέλω να ελπίζω, θα βρισκόμαστε εμείς οι ίδιοι μπροστά σε ιδίου τύπου ερωτήματα –οι άλλοι δεν απορούν, το διασκεδάζουν ήδη– σχετιζόμενα με τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και τον ευθέως πολιτικό λόγο και ρόλο της Εκκλησίας. Πώς ήταν δυνατόν; Πώς μπορούσε οκτώ χρόνια μετά τον δεύτερο και απείρως αποκαλυπτικότερο γύρο στο ματς Εκκλησίας - Ελληνικής Πολιτείας, που εγκαινίασε με την εκλογή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο το 1998, να εξακολουθεί να παραμένει ισχυρός παράγοντας της ελληνικής πολιτικής ζωής, ένας άνθρωπος που αποτελεί το προφανέστερο «κουσούρι» του πολιτικού μας συστήματος και αντιπροσωπεύει τη συλλογική μας ντροπή. Πολιτικών τε και πολιτών. Ιδίως εκείνων που ειρωνεύονται ή καταγγέλλουν (και καλά κάνουν) το «βαθύ κράτος» στην… Τουρκία.
Μιλάμε για δεύτερο γύρο, διότι ιστορικό προηγούμενο υπάρχει και ακούει στο όνομα Θεόκλητος (Μηνόπουλος). Ο αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος, στέλεχος παλαιότερα της Εθνικής Εταιρείας που οδήγησε την Ελλάδα στην εξευτελιστική ήττα του 1897, ήταν εκείνος που, διαδεχόμενος (1907) τον «ανίσχυρο» Προκόπιο των Ευαγγελιακών, πολιτικοποίησε την Εκκλησία, υποχείρια μέχρι τότε των επιλογών του Στέμματος, και την μετέτρεψε, μαζί με τις συνεργαζόμενες με αυτήν παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, οι οποίες τότε ακριβώς –στις αρχές του 20ού αι.– δραστηριοποιούνται, από «ταπεινόν υπηρέτην» του Θρόνου, σε απαραίτητο πολιτικό του στήριγμα, δηλαδή σε παράγοντα του πολιτικού συστήματος. Με όχημα τα οικεία στον τότε προκαθήμενο της Εκκλησίας (λόγω Εθνικής Εταιρείας) «εθνικά θέματα». Το γνωστό τελευταίο καταφύγιο των πολιτικών απατεώνων. Στα Βαλκάνια της Ορθοδοξίας και όχι μόνον.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του Διχασμού η Εκκλησία της Ελλάδος υπήρξε ένα από τα ισχυρότερα στηρίγματα του κωνσταντινισμού και ο ίδιος ο Θεόκλητος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη μεσαιωνική τελετή του Αναθέματος του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Πεδίον του Άρεως (1916). Απομακρύνθηκε το 1917, και οριστικά το 1922, από τον αρχιεπισκοπικό του θρόνο, αλλά η αναστάτωση που προκάλεσε (στην ίδια την ελληνική Εκκλησία, πρώτα απ’ όλα) εξακολουθούσε να λειτουργεί διαλυτικά, πολλά χρόνια αργότερα.
Όλα αυτά, ωστόσο, με εξαίρεση το Ανάθεμα που θα ήταν δύσκολο να επαναληφθεί, με αυτή τη μορφή, στις σημερινές συνθήκες, ωχριούν μπροστά σε όσα διαβάσαμε, όσα είδαμε ή όσα ζήσαμε μετά το 1998, τα οποία με άκρα επιμέλεια και γλαφυρό ύφος όχι μόνον καταγράφει αλλά και αναλύει ο Μανώλης Βασιλάκης στο σημαντικό βιβλίο του «Η Μάστιγα του Θεού»: μικρόφωνα, κάμερες και χειροκροτήματα, ως απάντηση σε λογύδρια ακροδεξιού κάλλους από το γνωστό κύριο με τα πανάκριβα συνολάκια κατά τις εμφανίσεις που πραγματοποιεί σε επιλεγμένους ναούς της επικρατείας, κηρύγματα μίσους για τους αλλοδόξους και τους «εχθρούς του έθνους», μίσος για τους διανοουμένους και τα «άθεα γράμματα», τον Κοραή, τον Διαφωτισμό και τον «μιαρό Καρτέσιο», τη Γαλλική Επανάσταση κ.ο.κ., κατηγορίες περί «Γραικύλων» που θυμίζουν «ιδεολογική συζήτηση» της δεκαετίας του 1950 σε Τμήμα της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής (όπου υπηρέτησε, του φαίνεται, ο εν Χρυσοπηγή αδελφός του, ο Καλαβρύτων Αμβρόσιος), εύσημα του Αρχιεπισκόπου (το 2001) στον αρχιπραξικοπηματία Στυλιανό Παττακό με το «ανυπόκριτο πατριωτικό φρόνημα», ο οποίος επιπλέον, κατά τον κ. Χριστόδουλο, «υπήρξε εκφραστής ξεχωριστών προσόντων και αρετών και έγραψε ιστορία» (!!), βαρυσήμαντες εξαγγελίες ότι «Στρατός και Εκκλησία είμαστε στρατευμένοι σε έναν κοινόν αγώνα», κηρύγματα «επιστροφής της φυλής στην παράδοση και στις αξίες της» αντί της υποταγής στα κελεύσματα των Βρυξελλών, διότι, ως γνωστόν, οι Ευρωπαίοι ζούσαν σε σπήλαια ή επάνω στα δέντρα (στο ζήτημα αυτό δεν φαίνεται να έχει καταλήξει σε μια σταθερή άποψη) «όταν εμείς μεγαλουργούσαμε» –ούτε λόγος φυσικά για επιστροφή των ευρώ που έχει ήδη λάβει ή παραίτηση από τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων της Εκκλησίας μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων την οποία σθεναρώς διεκδικεί–, και διαβεβαιώσεις ότι «η Εκκλησία βρίσκεται πάντα στην πρωτοπορία της ανάπτυξης και της προόδου αυτού του τόπου».
Το τελευταίο είναι και το μόνο σίγουρο. Το διαπιστώσαμε μόλις πέρυσι με όλο τον θίασο επί σκηνής: Ιερωμένους που οπλοφορούν, εμπίστους του «Αρχηγού» που ανταλλάσσουν κασέτες με ευρώ σε ύποπτα ραντεβού με πρόσωπα του «παραδοσιακού» υποκόσμου, Μητροπολίτες με μετοχές σε off shore εταιρείες και κομπόδεμα μερικών εκατομμυρίων ευρώ «για ώρα ανάγκης» (!), προφυλακισμένους σήμερα αρχιμανδρίτες με υψηλές γνωριμίες στον δικαστικό χώρο, έγκλειστους εμπόρους όπλων και ναρκωτικών, με παραλλαγή μοναχού, κατόχους συστατικών επιστολών Του, σε «εθνικές» αποστολές στα Ιεροσόλυμα με απευθείας ανάθεση, κατόπιν συνεννοήσεως με την ΕΥΠ, στην οποία και κατά καιρούς καταφεύγουν Μητροπολίτες της «Χρυσοπηγής» –του ΙΔΕΑ της Εκκλησίας– προκειμένου να αντλήσουν στοιχεία για τον τυχόν «μη εθνικόφρονα» πρότερο βίο της οικογενείας άλλων Μητροπολιτών κ.λπ., κ.λπ., σε ένα απίστευτο γύρω-γύρω όλοι, όπου στη μέση βρίσκεται ένας… εντελώς αθώος άνθρωπος. Ο οποίος συστηματικά λέει και ξελέει και άλλοτε αποδεδειγμένα ψεύδεται. Πράγμα που σε άλλα, μη προερχόμενα απευθείας από την Αρχαία Ελλάδα, περιβάλλοντα –την Ευρώπη των σπηλαίων εννοώ–, θα εσήμαινε ότι, γι’ αυτό και μόνον, θα είχε προ πολλού εξαφανιστεί από τον δημόσιο βίο. Ο μόνος που λείπει προς το παρόν, αλλά πιστεύω ότι κάποτε θα εμφανιστεί, είναι ένας Francis Ford Copolla.
Όλα όσα αναφέραμε μέχρι εδώ, και πάρα πολλά άλλα, όπως π.χ. τη δακρύβρεχτη (κυριολεκτικώς) συνέντευξή του σε γνωστό μεγαλοδημοσιογράφο (τον κατά Τζίμη Πανούση «συνήγορο του Μητροπολίτη», μετεξέλιξη, προφανώς, του Συνηγόρου του Πολίτη), δεν τα καταγράφει απλώς ο Μανώλης Βασιλάκης –που γι’ αυτό και μόνο το βιβλίο του θα ήταν πολύ σημαντικό– αλλά, ας το επαναλάβουμε, τα αναλύει και τα συσχετίζει με τα πρωτότυπα κείμενα των αντιδιαφωτιστών προγόνων του Αρχιεπισκόπου.
Πρόκειται δηλαδή για εργασία μεγάλου ερευνητικού μόχθου και εις βάθος γνώσης της σχετικής βιβλιογραφίας, στη γραμμή του Φίλιππου Ηλιού, στον οποίον ο συγγραφέας αποτίει φόρο τιμής (βλ. π.χ. το κεφάλαιο «Τύφλωσον, Κύριε, τον λαόν σου»). Μία μελέτη γραμμένη σε σωστά ελληνικά, σε εξαιρετικό και ιδιαίτερα προσεγμένο ύφος, με πολύ εύστοχους τίτλους κεφαλαίων και υποκεφαλαίων, που ακολουθεί το νήμα του φανατικού αντιδιαφωτισμού όπως ξετυλίγεται στον σκοτεινό λαβύρινθο της Ελληνορθοδοξίας επί διακόσια και πλέον χρόνια. Ένα απαραίτητο, εν τέλει, βιβλίο αναφοράς που προβλέπεται να ζήσει ανεξάρτητα από τη θλιβερή, όσο και διδακτική για όλους μας, παρουσία του κ. Χριστόδουλου στον δημόσιο βίο.
Αναρωτιόμουν συχνά και απορούσα ειλικρινά βλέποντας σε επίκαιρα του μεσοπολέμου τον Μουσολίνι να αγορεύει από κάποιο μπαλκόνι της Ρώμης –για τις ανάγκες της τηλεοπτικής σειράς «Πανόραμα του Αιώνα» όλα αυτά, πολλά χρόνια πριν– πώς ήταν δυνατόν να μην είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια οι Ιταλοί με αυτόν τον απίστευτο Kαραγκιόζη και τις εντελώς φτηνές, teatrale, πόζες του. Πώς ήταν δυνατόν να τον ανέχτηκαν. Δεν «επιχειρηματολογούσα» εναντίον του, δεν προσπαθούσα εκείνη τη στιγμή να πείσω κάποιον άλλον. Μόνος μου ήμουν και πραγματικά απορούσα.
Κατά τον ίδιο τρόπο, φαντάζομαι, σε κάποιο μελλοντικό χρονικό σημείο, όχι πολύ μακρινό θέλω να ελπίζω, θα βρισκόμαστε εμείς οι ίδιοι μπροστά σε ιδίου τύπου ερωτήματα –οι άλλοι δεν απορούν, το διασκεδάζουν ήδη– σχετιζόμενα με τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και τον ευθέως πολιτικό λόγο και ρόλο της Εκκλησίας. Πώς ήταν δυνατόν; Πώς μπορούσε οκτώ χρόνια μετά τον δεύτερο και απείρως αποκαλυπτικότερο γύρο στο ματς Εκκλησίας - Ελληνικής Πολιτείας, που εγκαινίασε με την εκλογή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο το 1998, να εξακολουθεί να παραμένει ισχυρός παράγοντας της ελληνικής πολιτικής ζωής, ένας άνθρωπος που αποτελεί το προφανέστερο «κουσούρι» του πολιτικού μας συστήματος και αντιπροσωπεύει τη συλλογική μας ντροπή. Πολιτικών τε και πολιτών. Ιδίως εκείνων που ειρωνεύονται ή καταγγέλλουν (και καλά κάνουν) το «βαθύ κράτος» στην… Τουρκία.
Μιλάμε για δεύτερο γύρο, διότι ιστορικό προηγούμενο υπάρχει και ακούει στο όνομα Θεόκλητος (Μηνόπουλος). Ο αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος, στέλεχος παλαιότερα της Εθνικής Εταιρείας που οδήγησε την Ελλάδα στην εξευτελιστική ήττα του 1897, ήταν εκείνος που, διαδεχόμενος (1907) τον «ανίσχυρο» Προκόπιο των Ευαγγελιακών, πολιτικοποίησε την Εκκλησία, υποχείρια μέχρι τότε των επιλογών του Στέμματος, και την μετέτρεψε, μαζί με τις συνεργαζόμενες με αυτήν παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, οι οποίες τότε ακριβώς –στις αρχές του 20ού αι.– δραστηριοποιούνται, από «ταπεινόν υπηρέτην» του Θρόνου, σε απαραίτητο πολιτικό του στήριγμα, δηλαδή σε παράγοντα του πολιτικού συστήματος. Με όχημα τα οικεία στον τότε προκαθήμενο της Εκκλησίας (λόγω Εθνικής Εταιρείας) «εθνικά θέματα». Το γνωστό τελευταίο καταφύγιο των πολιτικών απατεώνων. Στα Βαλκάνια της Ορθοδοξίας και όχι μόνον.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του Διχασμού η Εκκλησία της Ελλάδος υπήρξε ένα από τα ισχυρότερα στηρίγματα του κωνσταντινισμού και ο ίδιος ο Θεόκλητος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη μεσαιωνική τελετή του Αναθέματος του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Πεδίον του Άρεως (1916). Απομακρύνθηκε το 1917, και οριστικά το 1922, από τον αρχιεπισκοπικό του θρόνο, αλλά η αναστάτωση που προκάλεσε (στην ίδια την ελληνική Εκκλησία, πρώτα απ’ όλα) εξακολουθούσε να λειτουργεί διαλυτικά, πολλά χρόνια αργότερα.
Όλα αυτά, ωστόσο, με εξαίρεση το Ανάθεμα που θα ήταν δύσκολο να επαναληφθεί, με αυτή τη μορφή, στις σημερινές συνθήκες, ωχριούν μπροστά σε όσα διαβάσαμε, όσα είδαμε ή όσα ζήσαμε μετά το 1998, τα οποία με άκρα επιμέλεια και γλαφυρό ύφος όχι μόνον καταγράφει αλλά και αναλύει ο Μανώλης Βασιλάκης στο σημαντικό βιβλίο του «Η Μάστιγα του Θεού»: μικρόφωνα, κάμερες και χειροκροτήματα, ως απάντηση σε λογύδρια ακροδεξιού κάλλους από το γνωστό κύριο με τα πανάκριβα συνολάκια κατά τις εμφανίσεις που πραγματοποιεί σε επιλεγμένους ναούς της επικρατείας, κηρύγματα μίσους για τους αλλοδόξους και τους «εχθρούς του έθνους», μίσος για τους διανοουμένους και τα «άθεα γράμματα», τον Κοραή, τον Διαφωτισμό και τον «μιαρό Καρτέσιο», τη Γαλλική Επανάσταση κ.ο.κ., κατηγορίες περί «Γραικύλων» που θυμίζουν «ιδεολογική συζήτηση» της δεκαετίας του 1950 σε Τμήμα της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής (όπου υπηρέτησε, του φαίνεται, ο εν Χρυσοπηγή αδελφός του, ο Καλαβρύτων Αμβρόσιος), εύσημα του Αρχιεπισκόπου (το 2001) στον αρχιπραξικοπηματία Στυλιανό Παττακό με το «ανυπόκριτο πατριωτικό φρόνημα», ο οποίος επιπλέον, κατά τον κ. Χριστόδουλο, «υπήρξε εκφραστής ξεχωριστών προσόντων και αρετών και έγραψε ιστορία» (!!), βαρυσήμαντες εξαγγελίες ότι «Στρατός και Εκκλησία είμαστε στρατευμένοι σε έναν κοινόν αγώνα», κηρύγματα «επιστροφής της φυλής στην παράδοση και στις αξίες της» αντί της υποταγής στα κελεύσματα των Βρυξελλών, διότι, ως γνωστόν, οι Ευρωπαίοι ζούσαν σε σπήλαια ή επάνω στα δέντρα (στο ζήτημα αυτό δεν φαίνεται να έχει καταλήξει σε μια σταθερή άποψη) «όταν εμείς μεγαλουργούσαμε» –ούτε λόγος φυσικά για επιστροφή των ευρώ που έχει ήδη λάβει ή παραίτηση από τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων της Εκκλησίας μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων την οποία σθεναρώς διεκδικεί–, και διαβεβαιώσεις ότι «η Εκκλησία βρίσκεται πάντα στην πρωτοπορία της ανάπτυξης και της προόδου αυτού του τόπου».
Το τελευταίο είναι και το μόνο σίγουρο. Το διαπιστώσαμε μόλις πέρυσι με όλο τον θίασο επί σκηνής: Ιερωμένους που οπλοφορούν, εμπίστους του «Αρχηγού» που ανταλλάσσουν κασέτες με ευρώ σε ύποπτα ραντεβού με πρόσωπα του «παραδοσιακού» υποκόσμου, Μητροπολίτες με μετοχές σε off shore εταιρείες και κομπόδεμα μερικών εκατομμυρίων ευρώ «για ώρα ανάγκης» (!), προφυλακισμένους σήμερα αρχιμανδρίτες με υψηλές γνωριμίες στον δικαστικό χώρο, έγκλειστους εμπόρους όπλων και ναρκωτικών, με παραλλαγή μοναχού, κατόχους συστατικών επιστολών Του, σε «εθνικές» αποστολές στα Ιεροσόλυμα με απευθείας ανάθεση, κατόπιν συνεννοήσεως με την ΕΥΠ, στην οποία και κατά καιρούς καταφεύγουν Μητροπολίτες της «Χρυσοπηγής» –του ΙΔΕΑ της Εκκλησίας– προκειμένου να αντλήσουν στοιχεία για τον τυχόν «μη εθνικόφρονα» πρότερο βίο της οικογενείας άλλων Μητροπολιτών κ.λπ., κ.λπ., σε ένα απίστευτο γύρω-γύρω όλοι, όπου στη μέση βρίσκεται ένας… εντελώς αθώος άνθρωπος. Ο οποίος συστηματικά λέει και ξελέει και άλλοτε αποδεδειγμένα ψεύδεται. Πράγμα που σε άλλα, μη προερχόμενα απευθείας από την Αρχαία Ελλάδα, περιβάλλοντα –την Ευρώπη των σπηλαίων εννοώ–, θα εσήμαινε ότι, γι’ αυτό και μόνον, θα είχε προ πολλού εξαφανιστεί από τον δημόσιο βίο. Ο μόνος που λείπει προς το παρόν, αλλά πιστεύω ότι κάποτε θα εμφανιστεί, είναι ένας Francis Ford Copolla.
Όλα όσα αναφέραμε μέχρι εδώ, και πάρα πολλά άλλα, όπως π.χ. τη δακρύβρεχτη (κυριολεκτικώς) συνέντευξή του σε γνωστό μεγαλοδημοσιογράφο (τον κατά Τζίμη Πανούση «συνήγορο του Μητροπολίτη», μετεξέλιξη, προφανώς, του Συνηγόρου του Πολίτη), δεν τα καταγράφει απλώς ο Μανώλης Βασιλάκης –που γι’ αυτό και μόνο το βιβλίο του θα ήταν πολύ σημαντικό– αλλά, ας το επαναλάβουμε, τα αναλύει και τα συσχετίζει με τα πρωτότυπα κείμενα των αντιδιαφωτιστών προγόνων του Αρχιεπισκόπου.
Πρόκειται δηλαδή για εργασία μεγάλου ερευνητικού μόχθου και εις βάθος γνώσης της σχετικής βιβλιογραφίας, στη γραμμή του Φίλιππου Ηλιού, στον οποίον ο συγγραφέας αποτίει φόρο τιμής (βλ. π.χ. το κεφάλαιο «Τύφλωσον, Κύριε, τον λαόν σου»). Μία μελέτη γραμμένη σε σωστά ελληνικά, σε εξαιρετικό και ιδιαίτερα προσεγμένο ύφος, με πολύ εύστοχους τίτλους κεφαλαίων και υποκεφαλαίων, που ακολουθεί το νήμα του φανατικού αντιδιαφωτισμού όπως ξετυλίγεται στον σκοτεινό λαβύρινθο της Ελληνορθοδοξίας επί διακόσια και πλέον χρόνια. Ένα απαραίτητο, εν τέλει, βιβλίο αναφοράς που προβλέπεται να ζήσει ανεξάρτητα από τη θλιβερή, όσο και διδακτική για όλους μας, παρουσία του κ. Χριστόδουλου στον δημόσιο βίο.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ελευθεροτυπίας - 25/08/2006
[*] Ο κ. Γιάννης Γιανουλόπουλος είναι ιστορικός, καθηγητής της Νεώτερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πάντειο. Γνωστός εκτός των άλλων και για το σημαντικό έργο του «Η ΕΥΓΕΝΗΣ ΜΑΣ ΤΥΦΛΩΣΙΣ. Εξωτερική πολιτική και “εθνικά θέματα” από την ήττα του 1897 έως την Μικρασιατική Καταστροφή», εκδόσεις Βιβλιόραμα.
Χριστόδουλου
προς Παττακόν επιστολή
31 Μαΐου 2001
«Στρατηγέ,
Με ιδιαίτερη χαρά έλαβα το πόνημα με τον τίτλο Οδοιπορικόν ενός στρατιώτου 90 ετών, το οποίον είχατε την ευγενή καλωσύνην να μου αποστείλετε και σας ευχαριστώ πολύ.
Το αποσταλέν βιβλίον σας, στις σελίδες του οποίου εκθέτετε τις σκέψεις, τις επισημάνσεις, τις τοποθετήσεις σας σχετικά με περιστατικά, επεισόδια και γεγονότα από την μακρόχρονη διαδρομή και πορεία της ζωής σας, εντυπωσιάζει τον αναγνώστην με την απλότητα και την γλαφυρότητα του λόγου, το ανυπόκριτο πατριωτικό φρόνημα και την πηγαία ειλικρίνεια, τη συγκινητική εξιστόρηση και τη διάθεση αυτοκριτικής και αυτοσαρκασμού.
Όπως προκύπτει από τα γραφόμενά σας και την αυτοβιογραφούμενη σταδιοδρομία σας, υπήρξατε εκφραστής ξεχωριστών προσόντων και αρετών και γράψατε ιστορία, την οποίαν ο ιστορικός του μέλλοντος καλείται να εκτιμήσει και να προσδιορίσει.
Εύχομαι ο Δομήτωρ κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο δίκαιος Κριτής πάντων, να σας χαρίζει πλούσια την Χάριν και την ευλογίαν Του.
Μετ’ ευχών διαπύρων
Ο Αθηνών Χριστόδουλος».
«Στρατηγέ,
Με ιδιαίτερη χαρά έλαβα το πόνημα με τον τίτλο Οδοιπορικόν ενός στρατιώτου 90 ετών, το οποίον είχατε την ευγενή καλωσύνην να μου αποστείλετε και σας ευχαριστώ πολύ.
Το αποσταλέν βιβλίον σας, στις σελίδες του οποίου εκθέτετε τις σκέψεις, τις επισημάνσεις, τις τοποθετήσεις σας σχετικά με περιστατικά, επεισόδια και γεγονότα από την μακρόχρονη διαδρομή και πορεία της ζωής σας, εντυπωσιάζει τον αναγνώστην με την απλότητα και την γλαφυρότητα του λόγου, το ανυπόκριτο πατριωτικό φρόνημα και την πηγαία ειλικρίνεια, τη συγκινητική εξιστόρηση και τη διάθεση αυτοκριτικής και αυτοσαρκασμού.
Όπως προκύπτει από τα γραφόμενά σας και την αυτοβιογραφούμενη σταδιοδρομία σας, υπήρξατε εκφραστής ξεχωριστών προσόντων και αρετών και γράψατε ιστορία, την οποίαν ο ιστορικός του μέλλοντος καλείται να εκτιμήσει και να προσδιορίσει.
Εύχομαι ο Δομήτωρ κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο δίκαιος Κριτής πάντων, να σας χαρίζει πλούσια την Χάριν και την ευλογίαν Του.
Μετ’ ευχών διαπύρων
Ο Αθηνών Χριστόδουλος».
Thursday, August 17, 2006
Επεισόδιο Γιανναρά (το τελευταίο)
Ελληνορθόδοξο ήθος
Από συνέντευξη του Χρήστου Γιανναρά στο «ελληνοχριστιανικό» περιοδικό Manifesto, τεύχος 6, σελίδα 20, τελευταία ερώτηση και απάντηση:
● Έχω την βεβαιότητα ότι τα βιβλία σας, παρ’ ότι διαβάζονται ευρέως αποσιωπούνται. Κι έχω την υποψία ότι η αποσιώπηση αυτή οφείλεται στην αδυναμία πρόσληψής τους από την εγχώρια κριτική. Πόσο μόνος αισθάνεσθε;
– Κάθε φορά που δίνω στο τυπογραφείο ένα βιβλίο, είμαι βέβαιος πως, δεν μπορεί, αυτό επιτέλους θα προσεχθεί, θα προκαλέσει κρίσεις και επικρίσεις, θα συζητηθεί. Και κάθε φορά διαψεύδομαι –δεν κουνιέται φύλλο. Για τα περισσότερα από τα βιβλία μου δεν έχει γραφτεί στην Ελλάδα ούτε μια αράδα κριτικής. Για τα θεολογικά περιοδικά είμαι όνομα απαγορευμένο, το ίδιο και για την «επαγγελματική» Αριστερά. Υπάρχουν εφημερίδες που δεν καταχωρούν ούτε αγγελία έκδοσης βιβλίου μου –μια από αυτές είναι και η «Καθημερινή» που με έχει ως κατά Κυριακή επιφυλλιδογράφο, αλλά οι σελίδες της οι σχετικές με το βιβλίο ελέγχονται ιεροεξεταστικά από συγκεκριμένη ομάδα επαγγελματιών της Αριστεράς. Για τους δεξιούς είμαι αμετανόητος αριστερός, για τους επαγγελματίες Αριστερούς αντιδραστικός, εθνικιστής, ιδεαλιστής. Δεν είναι καύχηση αυτές οι διαπιστώσεις, είναι οδύνη. Πρόσφατα μου εμπιστεύθηκε συνάδελφος ότι είχε δώσει άρθρο στο περιοδικό «Πολίτης», και σε κάποια από τις υποσημειώσεις παρέπεμπε στο βιβλίο μου «Ορθός λόγος και κοινωνική πρακτική». Λοιπόν, τον φώναξε ο διευθυντής-εκδότης του περιοδικού* και του ζήτησε να απαλειφθεί η παραπομπή! Λέει κάπου το ευαγγέλιο: «Ουαί υμίν όταν καλώς υμάς είπωσι πάντες οι άνθρωποι». Σοφή ρήση, αλλά σκληρή. Κάθε ρήξη, κάθε αδυναμία σχέσης, είναι πραγματική οδύνη. Και η φράση του Ελύτη: «Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω» δεν με παρηγορεί καθόλου. Αυτό που παρηγορεί είναι όση αγάπη μπορούμε να αφήσουμε πίσω μας, όχι όσες ρήξεις.
[*] Εννοεί τον Άγγελο Ελεφάντη. Όχι, δεν είναι σχέδιο του Κίσινγκερ να φιμώσουν τον μεγάλο Δάσκαλο του Γένους, είναι μια εγχώρια συνωμοσία.
Η αντίδραση της «Καθημερινής»:
Διανοούμενοι εν τρικυμία
Tι να κάνουμε, υπάρχουν κι αυτοί. Oι κατά φαντασίαν κάτοχοι της μιας και μόνης αλήθειας για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Eλλάδας.
Oποιοι, κατά την άποψή τους δεν λαμβάνουν σοβαρώς υπόψη τους τις αυστηρές διδαχές τους και δεν σέβονται τις θρηνωδίες τους για τα κακά και τα ελεεινά που βασανίζουν τη χώρα μας, θεωρούνται από αυτούς «εχθροί» – και των ιδίων και της πατρίδας.
Kαι επιπλέον, όταν αυτοί οι φωτισμένοι εθνικοί διδάσκαλοι νομίσουν, ότι το μέγα έργο τους δεν προβάλλεται, όπως και όσο θα «έπρεπε», από τις εφημερίδες, τότε βλέπουν σ’ αυτή την απαράδεκτη παράλειψη, οργανωμένα μπλόκα... «ιεροεξεταστών» και... «επαγγελματιών της Αριστεράς»! Nαι, τόσο πολύ! (Aβυσσος...)
Καθημερινή, Σάββατο 12 Αυγούστου 2006, στήλη "ΑΦ' ΥΨΗΛΟΥ".
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_12/08/2006_194089
Από συνέντευξη του Χρήστου Γιανναρά στο «ελληνοχριστιανικό» περιοδικό Manifesto, τεύχος 6, σελίδα 20, τελευταία ερώτηση και απάντηση:
● Έχω την βεβαιότητα ότι τα βιβλία σας, παρ’ ότι διαβάζονται ευρέως αποσιωπούνται. Κι έχω την υποψία ότι η αποσιώπηση αυτή οφείλεται στην αδυναμία πρόσληψής τους από την εγχώρια κριτική. Πόσο μόνος αισθάνεσθε;
– Κάθε φορά που δίνω στο τυπογραφείο ένα βιβλίο, είμαι βέβαιος πως, δεν μπορεί, αυτό επιτέλους θα προσεχθεί, θα προκαλέσει κρίσεις και επικρίσεις, θα συζητηθεί. Και κάθε φορά διαψεύδομαι –δεν κουνιέται φύλλο. Για τα περισσότερα από τα βιβλία μου δεν έχει γραφτεί στην Ελλάδα ούτε μια αράδα κριτικής. Για τα θεολογικά περιοδικά είμαι όνομα απαγορευμένο, το ίδιο και για την «επαγγελματική» Αριστερά. Υπάρχουν εφημερίδες που δεν καταχωρούν ούτε αγγελία έκδοσης βιβλίου μου –μια από αυτές είναι και η «Καθημερινή» που με έχει ως κατά Κυριακή επιφυλλιδογράφο, αλλά οι σελίδες της οι σχετικές με το βιβλίο ελέγχονται ιεροεξεταστικά από συγκεκριμένη ομάδα επαγγελματιών της Αριστεράς. Για τους δεξιούς είμαι αμετανόητος αριστερός, για τους επαγγελματίες Αριστερούς αντιδραστικός, εθνικιστής, ιδεαλιστής. Δεν είναι καύχηση αυτές οι διαπιστώσεις, είναι οδύνη. Πρόσφατα μου εμπιστεύθηκε συνάδελφος ότι είχε δώσει άρθρο στο περιοδικό «Πολίτης», και σε κάποια από τις υποσημειώσεις παρέπεμπε στο βιβλίο μου «Ορθός λόγος και κοινωνική πρακτική». Λοιπόν, τον φώναξε ο διευθυντής-εκδότης του περιοδικού* και του ζήτησε να απαλειφθεί η παραπομπή! Λέει κάπου το ευαγγέλιο: «Ουαί υμίν όταν καλώς υμάς είπωσι πάντες οι άνθρωποι». Σοφή ρήση, αλλά σκληρή. Κάθε ρήξη, κάθε αδυναμία σχέσης, είναι πραγματική οδύνη. Και η φράση του Ελύτη: «Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω» δεν με παρηγορεί καθόλου. Αυτό που παρηγορεί είναι όση αγάπη μπορούμε να αφήσουμε πίσω μας, όχι όσες ρήξεις.
[*] Εννοεί τον Άγγελο Ελεφάντη. Όχι, δεν είναι σχέδιο του Κίσινγκερ να φιμώσουν τον μεγάλο Δάσκαλο του Γένους, είναι μια εγχώρια συνωμοσία.
Η αντίδραση της «Καθημερινής»:
Διανοούμενοι εν τρικυμία
Tι να κάνουμε, υπάρχουν κι αυτοί. Oι κατά φαντασίαν κάτοχοι της μιας και μόνης αλήθειας για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Eλλάδας.
Oποιοι, κατά την άποψή τους δεν λαμβάνουν σοβαρώς υπόψη τους τις αυστηρές διδαχές τους και δεν σέβονται τις θρηνωδίες τους για τα κακά και τα ελεεινά που βασανίζουν τη χώρα μας, θεωρούνται από αυτούς «εχθροί» – και των ιδίων και της πατρίδας.
Kαι επιπλέον, όταν αυτοί οι φωτισμένοι εθνικοί διδάσκαλοι νομίσουν, ότι το μέγα έργο τους δεν προβάλλεται, όπως και όσο θα «έπρεπε», από τις εφημερίδες, τότε βλέπουν σ’ αυτή την απαράδεκτη παράλειψη, οργανωμένα μπλόκα... «ιεροεξεταστών» και... «επαγγελματιών της Αριστεράς»! Nαι, τόσο πολύ! (Aβυσσος...)
Καθημερινή, Σάββατο 12 Αυγούστου 2006, στήλη "ΑΦ' ΥΨΗΛΟΥ".
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_12/08/2006_194089
Subscribe to:
Posts (Atom)