
στο λαβύρινθο της Ελληνορθοδοξίας
Ο Αρχιεπίσκοπος αποτελεί το προφανέστερο «κουσούρι» του πολιτικού μας συστήματος και αντιπροσωπεύει τη συλλογική μας ντροπή
κριτική
από τον καθηγητή
ΓΙΑΝΝΗ
ΓΙΑΝΟΥΛΟΠΟΥΛΟ*
Αναρωτιόμουν συχνά και απορούσα ειλικρινά βλέποντας σε επίκαιρα του μεσοπολέμου τον Μουσολίνι να αγορεύει από κάποιο μπαλκόνι της Ρώμης –για τις ανάγκες της τηλεοπτικής σειράς «Πανόραμα του Αιώνα» όλα αυτά, πολλά χρόνια πριν– πώς ήταν δυνατόν να μην είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια οι Ιταλοί με αυτόν τον απίστευτο Kαραγκιόζη και τις εντελώς φτηνές, teatrale, πόζες του. Πώς ήταν δυνατόν να τον ανέχτηκαν. Δεν «επιχειρηματολογούσα» εναντίον του, δεν προσπαθούσα εκείνη τη στιγμή να πείσω κάποιον άλλον. Μόνος μου ήμουν και πραγματικά απορούσα.
Κατά τον ίδιο τρόπο, φαντάζομαι, σε κάποιο μελλοντικό χρονικό σημείο, όχι πολύ μακρινό θέλω να ελπίζω, θα βρισκόμαστε εμείς οι ίδιοι μπροστά σε ιδίου τύπου ερωτήματα –οι άλλοι δεν απορούν, το διασκεδάζουν ήδη– σχετιζόμενα με τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και τον ευθέως πολιτικό λόγο και ρόλο της Εκκλησίας. Πώς ήταν δυνατόν; Πώς μπορούσε οκτώ χρόνια μετά τον δεύτερο και απείρως αποκαλυπτικότερο γύρο στο ματς Εκκλησίας - Ελληνικής Πολιτείας, που εγκαινίασε με την εκλογή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο το 1998, να εξακολουθεί να παραμένει ισχυρός παράγοντας της ελληνικής πολιτικής ζωής, ένας άνθρωπος που αποτελεί το προφανέστερο «κουσούρι» του πολιτικού μας συστήματος και αντιπροσωπεύει τη συλλογική μας ντροπή. Πολιτικών τε και πολιτών. Ιδίως εκείνων που ειρωνεύονται ή καταγγέλλουν (και καλά κάνουν) το «βαθύ κράτος» στην… Τουρκία.
Μιλάμε για δεύτερο γύρο, διότι ιστορικό προηγούμενο υπάρχει και ακούει στο όνομα Θεόκλητος (Μηνόπουλος). Ο αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος, στέλεχος παλαιότερα της Εθνικής Εταιρείας που οδήγησε την Ελλάδα στην εξευτελιστική ήττα του 1897, ήταν εκείνος που, διαδεχόμενος (1907) τον «ανίσχυρο» Προκόπιο των Ευαγγελιακών, πολιτικοποίησε την Εκκλησία, υποχείρια μέχρι τότε των επιλογών του Στέμματος, και την μετέτρεψε, μαζί με τις συνεργαζόμενες με αυτήν παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, οι οποίες τότε ακριβώς –στις αρχές του 20ού αι.– δραστηριοποιούνται, από «ταπεινόν υπηρέτην» του Θρόνου, σε απαραίτητο πολιτικό του στήριγμα, δηλαδή σε παράγοντα του πολιτικού συστήματος. Με όχημα τα οικεία στον τότε προκαθήμενο της Εκκλησίας (λόγω Εθνικής Εταιρείας) «εθνικά θέματα». Το γνωστό τελευταίο καταφύγιο των πολιτικών απατεώνων. Στα Βαλκάνια της Ορθοδοξίας και όχι μόνον.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του Διχασμού η Εκκλησία της Ελλάδος υπήρξε ένα από τα ισχυρότερα στηρίγματα του κωνσταντινισμού και ο ίδιος ο Θεόκλητος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη μεσαιωνική τελετή του Αναθέματος του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Πεδίον του Άρεως (1916). Απομακρύνθηκε το 1917, και οριστικά το 1922, από τον αρχιεπισκοπικό του θρόνο, αλλά η αναστάτωση που προκάλεσε (στην ίδια την ελληνική Εκκλησία, πρώτα απ’ όλα) εξακολουθούσε να λειτουργεί διαλυτικά, πολλά χρόνια αργότερα.
Όλα αυτά, ωστόσο, με εξαίρεση το Ανάθεμα που θα ήταν δύσκολο να επαναληφθεί, με αυτή τη μορφή, στις σημερινές συνθήκες, ωχριούν μπροστά σε όσα διαβάσαμε, όσα είδαμε ή όσα ζήσαμε μετά το 1998, τα οποία με άκρα επιμέλεια και γλαφυρό ύφος όχι μόνον καταγράφει αλλά και αναλύει ο Μανώλης Βασιλάκης στο σημαντικό βιβλίο του «Η Μάστιγα του Θεού»: μικρόφωνα, κάμερες και χειροκροτήματα, ως απάντηση σε λογύδρια ακροδεξιού κάλλους από το γνωστό κύριο με τα πανάκριβα συνολάκια κατά τις εμφανίσεις που πραγματοποιεί σε επιλεγμένους ναούς της επικρατείας, κηρύγματα μίσους για τους αλλοδόξους και τους «εχθρούς του έθνους», μίσος για τους διανοουμένους και τα «άθεα γράμματα», τον Κοραή, τον Διαφωτισμό και τον «μιαρό Καρτέσιο», τη Γαλλική Επανάσταση κ.ο.κ., κατηγορίες περί «Γραικύλων» που θυμίζουν «ιδεολογική συζήτηση» της δεκαετίας του 1950 σε Τμήμα της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής (όπου υπηρέτησε, του φαίνεται, ο εν Χρυσοπηγή αδελφός του, ο Καλαβρύτων Αμβρόσιος), εύσημα του Αρχιεπισκόπου (το 2001) στον αρχιπραξικοπηματία Στυλιανό Παττακό με το «ανυπόκριτο πατριωτικό φρόνημα», ο οποίος επιπλέον, κατά τον κ. Χριστόδουλο, «υπήρξε εκφραστής ξεχωριστών προσόντων και αρετών και έγραψε ιστορία» (!!), βαρυσήμαντες εξαγγελίες ότι «Στρατός και Εκκλησία είμαστε στρατευμένοι σε έναν κοινόν αγώνα», κηρύγματα «επιστροφής της φυλής στην παράδοση και στις αξίες της» αντί της υποταγής στα κελεύσματα των Βρυξελλών, διότι, ως γνωστόν, οι Ευρωπαίοι ζούσαν σε σπήλαια ή επάνω στα δέντρα (στο ζήτημα αυτό δεν φαίνεται να έχει καταλήξει σε μια σταθερή άποψη) «όταν εμείς μεγαλουργούσαμε» –ούτε λόγος φυσικά για επιστροφή των ευρώ που έχει ήδη λάβει ή παραίτηση από τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων της Εκκλησίας μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων την οποία σθεναρώς διεκδικεί–, και διαβεβαιώσεις ότι «η Εκκλησία βρίσκεται πάντα στην πρωτοπορία της ανάπτυξης και της προόδου αυτού του τόπου».
Το τελευταίο είναι και το μόνο σίγουρο. Το διαπιστώσαμε μόλις πέρυσι με όλο τον θίασο επί σκηνής: Ιερωμένους που οπλοφορούν, εμπίστους του «Αρχηγού» που ανταλλάσσουν κασέτες με ευρώ σε ύποπτα ραντεβού με πρόσωπα του «παραδοσιακού» υποκόσμου, Μητροπολίτες με μετοχές σε off shore εταιρείες και κομπόδεμα μερικών εκατομμυρίων ευρώ «για ώρα ανάγκης» (!), προφυλακισμένους σήμερα αρχιμανδρίτες με υψηλές γνωριμίες στον δικαστικό χώρο, έγκλειστους εμπόρους όπλων και ναρκωτικών, με παραλλαγή μοναχού, κατόχους συστατικών επιστολών Του, σε «εθνικές» αποστολές στα Ιεροσόλυμα με απευθείας ανάθεση, κατόπιν συνεννοήσεως με την ΕΥΠ, στην οποία και κατά καιρούς καταφεύγουν Μητροπολίτες της «Χρυσοπηγής» –του ΙΔΕΑ της Εκκλησίας– προκειμένου να αντλήσουν στοιχεία για τον τυχόν «μη εθνικόφρονα» πρότερο βίο της οικογενείας άλλων Μητροπολιτών κ.λπ., κ.λπ., σε ένα απίστευτο γύρω-γύρω όλοι, όπου στη μέση βρίσκεται ένας… εντελώς αθώος άνθρωπος. Ο οποίος συστηματικά λέει και ξελέει και άλλοτε αποδεδειγμένα ψεύδεται. Πράγμα που σε άλλα, μη προερχόμενα απευθείας από την Αρχαία Ελλάδα, περιβάλλοντα –την Ευρώπη των σπηλαίων εννοώ–, θα εσήμαινε ότι, γι’ αυτό και μόνον, θα είχε προ πολλού εξαφανιστεί από τον δημόσιο βίο. Ο μόνος που λείπει προς το παρόν, αλλά πιστεύω ότι κάποτε θα εμφανιστεί, είναι ένας Francis Ford Copolla.
Όλα όσα αναφέραμε μέχρι εδώ, και πάρα πολλά άλλα, όπως π.χ. τη δακρύβρεχτη (κυριολεκτικώς) συνέντευξή του σε γνωστό μεγαλοδημοσιογράφο (τον κατά Τζίμη Πανούση «συνήγορο του Μητροπολίτη», μετεξέλιξη, προφανώς, του Συνηγόρου του Πολίτη), δεν τα καταγράφει απλώς ο Μανώλης Βασιλάκης –που γι’ αυτό και μόνο το βιβλίο του θα ήταν πολύ σημαντικό– αλλά, ας το επαναλάβουμε, τα αναλύει και τα συσχετίζει με τα πρωτότυπα κείμενα των αντιδιαφωτιστών προγόνων του Αρχιεπισκόπου.
Πρόκειται δηλαδή για εργασία μεγάλου ερευνητικού μόχθου και εις βάθος γνώσης της σχετικής βιβλιογραφίας, στη γραμμή του Φίλιππου Ηλιού, στον οποίον ο συγγραφέας αποτίει φόρο τιμής (βλ. π.χ. το κεφάλαιο «Τύφλωσον, Κύριε, τον λαόν σου»). Μία μελέτη γραμμένη σε σωστά ελληνικά, σε εξαιρετικό και ιδιαίτερα προσεγμένο ύφος, με πολύ εύστοχους τίτλους κεφαλαίων και υποκεφαλαίων, που ακολουθεί το νήμα του φανατικού αντιδιαφωτισμού όπως ξετυλίγεται στον σκοτεινό λαβύρινθο της Ελληνορθοδοξίας επί διακόσια και πλέον χρόνια. Ένα απαραίτητο, εν τέλει, βιβλίο αναφοράς που προβλέπεται να ζήσει ανεξάρτητα από τη θλιβερή, όσο και διδακτική για όλους μας, παρουσία του κ. Χριστόδουλου στον δημόσιο βίο.
Αναρωτιόμουν συχνά και απορούσα ειλικρινά βλέποντας σε επίκαιρα του μεσοπολέμου τον Μουσολίνι να αγορεύει από κάποιο μπαλκόνι της Ρώμης –για τις ανάγκες της τηλεοπτικής σειράς «Πανόραμα του Αιώνα» όλα αυτά, πολλά χρόνια πριν– πώς ήταν δυνατόν να μην είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια οι Ιταλοί με αυτόν τον απίστευτο Kαραγκιόζη και τις εντελώς φτηνές, teatrale, πόζες του. Πώς ήταν δυνατόν να τον ανέχτηκαν. Δεν «επιχειρηματολογούσα» εναντίον του, δεν προσπαθούσα εκείνη τη στιγμή να πείσω κάποιον άλλον. Μόνος μου ήμουν και πραγματικά απορούσα.
Κατά τον ίδιο τρόπο, φαντάζομαι, σε κάποιο μελλοντικό χρονικό σημείο, όχι πολύ μακρινό θέλω να ελπίζω, θα βρισκόμαστε εμείς οι ίδιοι μπροστά σε ιδίου τύπου ερωτήματα –οι άλλοι δεν απορούν, το διασκεδάζουν ήδη– σχετιζόμενα με τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και τον ευθέως πολιτικό λόγο και ρόλο της Εκκλησίας. Πώς ήταν δυνατόν; Πώς μπορούσε οκτώ χρόνια μετά τον δεύτερο και απείρως αποκαλυπτικότερο γύρο στο ματς Εκκλησίας - Ελληνικής Πολιτείας, που εγκαινίασε με την εκλογή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο το 1998, να εξακολουθεί να παραμένει ισχυρός παράγοντας της ελληνικής πολιτικής ζωής, ένας άνθρωπος που αποτελεί το προφανέστερο «κουσούρι» του πολιτικού μας συστήματος και αντιπροσωπεύει τη συλλογική μας ντροπή. Πολιτικών τε και πολιτών. Ιδίως εκείνων που ειρωνεύονται ή καταγγέλλουν (και καλά κάνουν) το «βαθύ κράτος» στην… Τουρκία.
Μιλάμε για δεύτερο γύρο, διότι ιστορικό προηγούμενο υπάρχει και ακούει στο όνομα Θεόκλητος (Μηνόπουλος). Ο αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος, στέλεχος παλαιότερα της Εθνικής Εταιρείας που οδήγησε την Ελλάδα στην εξευτελιστική ήττα του 1897, ήταν εκείνος που, διαδεχόμενος (1907) τον «ανίσχυρο» Προκόπιο των Ευαγγελιακών, πολιτικοποίησε την Εκκλησία, υποχείρια μέχρι τότε των επιλογών του Στέμματος, και την μετέτρεψε, μαζί με τις συνεργαζόμενες με αυτήν παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, οι οποίες τότε ακριβώς –στις αρχές του 20ού αι.– δραστηριοποιούνται, από «ταπεινόν υπηρέτην» του Θρόνου, σε απαραίτητο πολιτικό του στήριγμα, δηλαδή σε παράγοντα του πολιτικού συστήματος. Με όχημα τα οικεία στον τότε προκαθήμενο της Εκκλησίας (λόγω Εθνικής Εταιρείας) «εθνικά θέματα». Το γνωστό τελευταίο καταφύγιο των πολιτικών απατεώνων. Στα Βαλκάνια της Ορθοδοξίας και όχι μόνον.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του Διχασμού η Εκκλησία της Ελλάδος υπήρξε ένα από τα ισχυρότερα στηρίγματα του κωνσταντινισμού και ο ίδιος ο Θεόκλητος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη μεσαιωνική τελετή του Αναθέματος του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Πεδίον του Άρεως (1916). Απομακρύνθηκε το 1917, και οριστικά το 1922, από τον αρχιεπισκοπικό του θρόνο, αλλά η αναστάτωση που προκάλεσε (στην ίδια την ελληνική Εκκλησία, πρώτα απ’ όλα) εξακολουθούσε να λειτουργεί διαλυτικά, πολλά χρόνια αργότερα.
Όλα αυτά, ωστόσο, με εξαίρεση το Ανάθεμα που θα ήταν δύσκολο να επαναληφθεί, με αυτή τη μορφή, στις σημερινές συνθήκες, ωχριούν μπροστά σε όσα διαβάσαμε, όσα είδαμε ή όσα ζήσαμε μετά το 1998, τα οποία με άκρα επιμέλεια και γλαφυρό ύφος όχι μόνον καταγράφει αλλά και αναλύει ο Μανώλης Βασιλάκης στο σημαντικό βιβλίο του «Η Μάστιγα του Θεού»: μικρόφωνα, κάμερες και χειροκροτήματα, ως απάντηση σε λογύδρια ακροδεξιού κάλλους από το γνωστό κύριο με τα πανάκριβα συνολάκια κατά τις εμφανίσεις που πραγματοποιεί σε επιλεγμένους ναούς της επικρατείας, κηρύγματα μίσους για τους αλλοδόξους και τους «εχθρούς του έθνους», μίσος για τους διανοουμένους και τα «άθεα γράμματα», τον Κοραή, τον Διαφωτισμό και τον «μιαρό Καρτέσιο», τη Γαλλική Επανάσταση κ.ο.κ., κατηγορίες περί «Γραικύλων» που θυμίζουν «ιδεολογική συζήτηση» της δεκαετίας του 1950 σε Τμήμα της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής (όπου υπηρέτησε, του φαίνεται, ο εν Χρυσοπηγή αδελφός του, ο Καλαβρύτων Αμβρόσιος), εύσημα του Αρχιεπισκόπου (το 2001) στον αρχιπραξικοπηματία Στυλιανό Παττακό με το «ανυπόκριτο πατριωτικό φρόνημα», ο οποίος επιπλέον, κατά τον κ. Χριστόδουλο, «υπήρξε εκφραστής ξεχωριστών προσόντων και αρετών και έγραψε ιστορία» (!!), βαρυσήμαντες εξαγγελίες ότι «Στρατός και Εκκλησία είμαστε στρατευμένοι σε έναν κοινόν αγώνα», κηρύγματα «επιστροφής της φυλής στην παράδοση και στις αξίες της» αντί της υποταγής στα κελεύσματα των Βρυξελλών, διότι, ως γνωστόν, οι Ευρωπαίοι ζούσαν σε σπήλαια ή επάνω στα δέντρα (στο ζήτημα αυτό δεν φαίνεται να έχει καταλήξει σε μια σταθερή άποψη) «όταν εμείς μεγαλουργούσαμε» –ούτε λόγος φυσικά για επιστροφή των ευρώ που έχει ήδη λάβει ή παραίτηση από τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων της Εκκλησίας μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων την οποία σθεναρώς διεκδικεί–, και διαβεβαιώσεις ότι «η Εκκλησία βρίσκεται πάντα στην πρωτοπορία της ανάπτυξης και της προόδου αυτού του τόπου».
Το τελευταίο είναι και το μόνο σίγουρο. Το διαπιστώσαμε μόλις πέρυσι με όλο τον θίασο επί σκηνής: Ιερωμένους που οπλοφορούν, εμπίστους του «Αρχηγού» που ανταλλάσσουν κασέτες με ευρώ σε ύποπτα ραντεβού με πρόσωπα του «παραδοσιακού» υποκόσμου, Μητροπολίτες με μετοχές σε off shore εταιρείες και κομπόδεμα μερικών εκατομμυρίων ευρώ «για ώρα ανάγκης» (!), προφυλακισμένους σήμερα αρχιμανδρίτες με υψηλές γνωριμίες στον δικαστικό χώρο, έγκλειστους εμπόρους όπλων και ναρκωτικών, με παραλλαγή μοναχού, κατόχους συστατικών επιστολών Του, σε «εθνικές» αποστολές στα Ιεροσόλυμα με απευθείας ανάθεση, κατόπιν συνεννοήσεως με την ΕΥΠ, στην οποία και κατά καιρούς καταφεύγουν Μητροπολίτες της «Χρυσοπηγής» –του ΙΔΕΑ της Εκκλησίας– προκειμένου να αντλήσουν στοιχεία για τον τυχόν «μη εθνικόφρονα» πρότερο βίο της οικογενείας άλλων Μητροπολιτών κ.λπ., κ.λπ., σε ένα απίστευτο γύρω-γύρω όλοι, όπου στη μέση βρίσκεται ένας… εντελώς αθώος άνθρωπος. Ο οποίος συστηματικά λέει και ξελέει και άλλοτε αποδεδειγμένα ψεύδεται. Πράγμα που σε άλλα, μη προερχόμενα απευθείας από την Αρχαία Ελλάδα, περιβάλλοντα –την Ευρώπη των σπηλαίων εννοώ–, θα εσήμαινε ότι, γι’ αυτό και μόνον, θα είχε προ πολλού εξαφανιστεί από τον δημόσιο βίο. Ο μόνος που λείπει προς το παρόν, αλλά πιστεύω ότι κάποτε θα εμφανιστεί, είναι ένας Francis Ford Copolla.
Όλα όσα αναφέραμε μέχρι εδώ, και πάρα πολλά άλλα, όπως π.χ. τη δακρύβρεχτη (κυριολεκτικώς) συνέντευξή του σε γνωστό μεγαλοδημοσιογράφο (τον κατά Τζίμη Πανούση «συνήγορο του Μητροπολίτη», μετεξέλιξη, προφανώς, του Συνηγόρου του Πολίτη), δεν τα καταγράφει απλώς ο Μανώλης Βασιλάκης –που γι’ αυτό και μόνο το βιβλίο του θα ήταν πολύ σημαντικό– αλλά, ας το επαναλάβουμε, τα αναλύει και τα συσχετίζει με τα πρωτότυπα κείμενα των αντιδιαφωτιστών προγόνων του Αρχιεπισκόπου.
Πρόκειται δηλαδή για εργασία μεγάλου ερευνητικού μόχθου και εις βάθος γνώσης της σχετικής βιβλιογραφίας, στη γραμμή του Φίλιππου Ηλιού, στον οποίον ο συγγραφέας αποτίει φόρο τιμής (βλ. π.χ. το κεφάλαιο «Τύφλωσον, Κύριε, τον λαόν σου»). Μία μελέτη γραμμένη σε σωστά ελληνικά, σε εξαιρετικό και ιδιαίτερα προσεγμένο ύφος, με πολύ εύστοχους τίτλους κεφαλαίων και υποκεφαλαίων, που ακολουθεί το νήμα του φανατικού αντιδιαφωτισμού όπως ξετυλίγεται στον σκοτεινό λαβύρινθο της Ελληνορθοδοξίας επί διακόσια και πλέον χρόνια. Ένα απαραίτητο, εν τέλει, βιβλίο αναφοράς που προβλέπεται να ζήσει ανεξάρτητα από τη θλιβερή, όσο και διδακτική για όλους μας, παρουσία του κ. Χριστόδουλου στον δημόσιο βίο.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ελευθεροτυπίας - 25/08/2006
[*] Ο κ. Γιάννης Γιανουλόπουλος είναι ιστορικός, καθηγητής της Νεώτερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πάντειο. Γνωστός εκτός των άλλων και για το σημαντικό έργο του «Η ΕΥΓΕΝΗΣ ΜΑΣ ΤΥΦΛΩΣΙΣ. Εξωτερική πολιτική και “εθνικά θέματα” από την ήττα του 1897 έως την Μικρασιατική Καταστροφή», εκδόσεις Βιβλιόραμα.
Χριστόδουλου
προς Παττακόν επιστολή
31 Μαΐου 2001
«Στρατηγέ,
Με ιδιαίτερη χαρά έλαβα το πόνημα με τον τίτλο Οδοιπορικόν ενός στρατιώτου 90 ετών, το οποίον είχατε την ευγενή καλωσύνην να μου αποστείλετε και σας ευχαριστώ πολύ.
Το αποσταλέν βιβλίον σας, στις σελίδες του οποίου εκθέτετε τις σκέψεις, τις επισημάνσεις, τις τοποθετήσεις σας σχετικά με περιστατικά, επεισόδια και γεγονότα από την μακρόχρονη διαδρομή και πορεία της ζωής σας, εντυπωσιάζει τον αναγνώστην με την απλότητα και την γλαφυρότητα του λόγου, το ανυπόκριτο πατριωτικό φρόνημα και την πηγαία ειλικρίνεια, τη συγκινητική εξιστόρηση και τη διάθεση αυτοκριτικής και αυτοσαρκασμού.
Όπως προκύπτει από τα γραφόμενά σας και την αυτοβιογραφούμενη σταδιοδρομία σας, υπήρξατε εκφραστής ξεχωριστών προσόντων και αρετών και γράψατε ιστορία, την οποίαν ο ιστορικός του μέλλοντος καλείται να εκτιμήσει και να προσδιορίσει.
Εύχομαι ο Δομήτωρ κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο δίκαιος Κριτής πάντων, να σας χαρίζει πλούσια την Χάριν και την ευλογίαν Του.
Μετ’ ευχών διαπύρων
Ο Αθηνών Χριστόδουλος».
«Στρατηγέ,
Με ιδιαίτερη χαρά έλαβα το πόνημα με τον τίτλο Οδοιπορικόν ενός στρατιώτου 90 ετών, το οποίον είχατε την ευγενή καλωσύνην να μου αποστείλετε και σας ευχαριστώ πολύ.
Το αποσταλέν βιβλίον σας, στις σελίδες του οποίου εκθέτετε τις σκέψεις, τις επισημάνσεις, τις τοποθετήσεις σας σχετικά με περιστατικά, επεισόδια και γεγονότα από την μακρόχρονη διαδρομή και πορεία της ζωής σας, εντυπωσιάζει τον αναγνώστην με την απλότητα και την γλαφυρότητα του λόγου, το ανυπόκριτο πατριωτικό φρόνημα και την πηγαία ειλικρίνεια, τη συγκινητική εξιστόρηση και τη διάθεση αυτοκριτικής και αυτοσαρκασμού.
Όπως προκύπτει από τα γραφόμενά σας και την αυτοβιογραφούμενη σταδιοδρομία σας, υπήρξατε εκφραστής ξεχωριστών προσόντων και αρετών και γράψατε ιστορία, την οποίαν ο ιστορικός του μέλλοντος καλείται να εκτιμήσει και να προσδιορίσει.
Εύχομαι ο Δομήτωρ κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο δίκαιος Κριτής πάντων, να σας χαρίζει πλούσια την Χάριν και την ευλογίαν Του.
Μετ’ ευχών διαπύρων
Ο Αθηνών Χριστόδουλος».
11 comments:
κ. ΒΑΣΙΛΑΚΗ (εαν είστε εσείς βεβαίως, ο γνωστός)
Είστε εγγεγραμένος στα κατάστιχα, ως υποχθόνιος ανθΕΛλην Ιλλουμινάτι παγκοσμιοποιητής Νεοταξίτης κλπ κλπ άλλα εύηχα.
Το καζάνι στη κουφια γη τόχετε σίγουρο.
+ευλόγησον+
Δεν βρίσκω λόγια για να σε συγχαρώ για όσα γράφεις. Ο"τύπος" αυτός έχει γίνει πραγματική μάστιγα για τον τόπο και δεν προβλέπεται να απαλλαγούμε σύντομα από αυτόν. Αφού δεν κατάφερε ούτε ο Ανδρέας να χωρίσει το Κράτος από την Εκκλησία, ας μην περιμένουμε από κανένα άλλο να το κάνει. Μόνο ο φουκαράς ο Σημίτης άντεξε στην πίεση για τις ταυτότητες, αλλά το πλήρωσε ακριβά χάνοντας τις εκλογές.
Όσο το μορφωτικό επίπεδο του λαού, είναι αυτό που είναι σήμερα και υπάρχουν γυναικούλες με τσεμπέρια που τρέχουν στις συγκεντρώσεις του Χριστόδουλου, δεν υπάρχει ελπίδα αλλαγής καμία. Αυτό με κάνει να σκέπτομαι καμιά φορά, αν πρέπει να έχουν δικαίωμα ψήφου όλοι ανεξαιρέτως οι Έλληνες, όσο αντιδημοκρατικό και αν ακούγεται αυτό.
Βέβαια η λέξη είναι λίγη, αλλά αισθάνομαι την ανάγκη να σάς πω συγχαρητήρια για το βιβλίο σας.
Κ. Βασιλάκη
Συγχαρητήρια για το έργο σας. Σκοπεύω να προμηθευτώ το βιβλίο σας άμα τη επιστροφεί μου εν Ελλάδι. Εν τω μεταξύ θα μελετήσω ενδελεχώς το εξαιρετικά ενδιαφέρον ιστολόγιόν σας του οποίου αναμένω με προσμονή μελλοντικές ενημερώσεις. Κατά τα λοιπά έχω να παρατηρήσω ότι ο κ. Γιαννόπουλος υποπίπτει και αυτός στο ίδιο σφάλμα με τους περισσότερους ημών όταν αναφέρεται στην Ελληνορθοδοξία εν είδει υπαρκτού πολιτισμικού μεγέθους. Αυτή όμως είναι νεότερο και χάλκειο κατασκεύασμα που προδίδωντας τις αρχές τόσο της Χριστιανοσύνης (αποστροφή στον εθνοφυλετισμό) όσο και του Ελληνισμού (ταυτίζοντας τον με τον Χριστιανισμό) έχει ως μόνο απώτερο στόχο την επιβίωση και διατήρηση των προνομίων μιας παρασικής πλέον δομής, στο αφιλόξενο περιβάλλον του έθνους-κράτους.
Μια εξαιρετική ανάλυση του παράδοξου αυτού παντρέματος Χριστιανισμού και Εθνικισμού μπορείτε να διαβάσετε και παρακάτω από τον κ. Νίκο Χρυσολορά του LSE.
http://www.ksg.harvard.edu/kokkalis/GSW7/GSW%206/Nikos%20Chrysoloras%20Paper.pdf#search=%22Orthodoxy%20and%20Greek%20National%20Identity%22
ΥΓ¨Δεν ξέρω αν εσείς είστε ο γνωστός κ. Βασιλάκης εγώ πάντως, όπως καταλάβατε, δεν είμαι ο γνωστός κ. Λιακόπουλος.
+ΕΛ-υλόγησον+
"Αυτό με κάνει να σκέπτομαι καμιά φορά, αν πρέπει να έχουν δικαίωμα ψήφου όλοι ανεξαιρέτως οι Έλληνες, όσο αντιδημοκρατικό και αν ακούγεται αυτό."
Θα διαφωνήσω κάθετα. Ποιός θα οριστεί μετά να φυλάτει τους φύλακες; Quis custodiet ipsos custodes?
Από το άρθρο του Μ.Πλωρίτη που παραθέτει ο κ. Βασιλάκης: «Δεν δίνουμε την εξουσία σ' έναν άνθρωπο αλλά στον Λόγο, επειδή οι άνθρωποι ασκούν την εξουσία για τον εαυτό τους και γίνονται τύραννοι». Αριστοτέλης
Συγκλονιστικό. Η δημοκρατία και η υπεροχή του Λόγου και του Νόμου είναι στην καρδιά του Διαφωτισμού και η χρήση τους από τις σκοταδιστικές δυνάμεις του τόπου (υπογραφές για ταυτότητες, πολιτικός λόγος κτλ) τις ενδυναμώνουν περρισότερο παρά τις αδυνατίζουν καθώς αποτελούν μια έμμεσεη παραδοχή της ανωτερώτητας του ανθρώπινου νόμου και λόγου απέναντι στα αντίστοιχα εκ θεών εκπορευόμενα. Και αυτό φυσικά είναι μια Ελληνική ιδέα εκ διαμέτρου αντίθετη από τη φιλοσοφία των Αβρααμικών θρησκειών.
Τον Άγιο Χριστόδουλα βρήκες να κατηγορήσεις?
Αυτόν τον άνθρωπο που έχω photo?
Παλιο ανθέλληνα ανήκεις και εσύ στους ποταπούς που εχθρεύονται την πατρίδα μας.
Ξουυυυυυτ
Κ. Βασιλάκη σας καλωσορίζω και εγώ και προφανώς προσυπογράφω τα εύσημα για το βιβλίο σας.
Όμως ένα παράπονο: γιατί 28 ευρώ το βιβλίο;
Α και μιας και είδα ότι έχετε moderation. Σε αυτό διαφωνώ ας γράφει ο καθένας ότι θέλει ακόμα και να βρίζει. Θα μου πείτε πως δεν θα βρίζουν εμένα αλλά σαν απλώς αναγνώστης προτιμάω να μην μου μπαίνουν σκέψεις λογοκρισίας.
to vivlio sas einai ontos enlightening. don't stop blogging!
Πάντως ο Σημίτης δεν νομίζω οτι έχασε τισ εκλογές από την ιστορία των ταυτοτήτων. Το 2000 κέρδισε τις εκλογές, και αν δεν με απατά η μνήμη μου οι ταυτότητες ήταν πρίν τις εκλογές.
Η Μεγάλη Απάτη του Χριστόδουλου με τις ταυτότητες ήταν την περίοδο 2000-2001. Το θέμα ξεκίνησε ένα μήνα μετά την επανεκλογή Σημίτη.
Post a Comment